- ἐπεξέλεγχος
- ἐπεξέλεγχοςadditionalmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεξέλεγχος — ἐπεξέλεγχος, ο (Α) πρόσθετος έλεγχος («ἔλεγχος καὶ ἐπεξέλεγχος», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ἐπεξέλεγχον — ἐπεξέλεγχος additional masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)